αντιζυγία

αντιζυγία
η (Α ἀντιζυγία) [αντίζυγος]
νεοελλ.
παράταξη σε αντιμέτωπους ζυγούς
αρχ.
το να είναι κάτι ισοδύναμο με κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιζυγία — ἀντιζυγίᾱ , ἀντιζυγία equivalence fem nom/voc/acc dual ἀντιζυγίᾱ , ἀντιζυγία equivalence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιζυγία — η παράταξη σε δύο ζυγούς αντιμέτωπους: Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν κατά αντιζυγία.   …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιζυγίαν — ἀντιζυγίᾱν , ἀντιζυγία equivalence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”